λεβέντικος — η, ο [λεβέντης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε λεβέντη, ωραίος, αρρενωπός, ευσταλής («λεβέντικος χορός»). επίρρ... λεβέντικα (Μ λεβέντικα) νεοελλ. με λεβεντιά μσν. σαν Τούρκος πεζοναύτης … Dictionary of Greek
λεβέντικος — η, ο ό,τι ταιριάζει στο λεβέντη: Οι τσολιάδες είχαν λεβέντικο παράστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Leventikos — ( el. Λεβέντικος, Levéntikos ; Macedonian Slavic: Пуштено, Pušteno ) also called Λιτός ( Litós ), Kucano , Nešo , and Bufskoto Oro , is a dance of western Macedonia, mainly performed in the town of Florina, Greece. The meter is usually described… … Wikipedia
ασίκικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ασίκη, ο κομψός, ο χαριτωμένος, ο λεβέντικος («ασίκικος χορός», «ασίκικο μουστάκι») 2. επίρρ. ασίκικα (φρ., «φέρνεται ασίκικα») … Dictionary of Greek
παλληκαρήσιος — και παληκαρήσιος και παλικαρήσιος, α, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παληκάρι, αντρίκιος, τολμηρός, γενναίος 2. ευθυτενής, υπερήφανος, λεβέντικος («έχει περπάτημα παληκαρήσιο»). επίρρ... παλληκαρήσια και παληκαρήσια και παλικαρήσια 1. με τρόπο που… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
ασίκικος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει σχέση με τον ασίκη, λεβέντικος: Το φέρσιμό του ήταν πάντα ασίκικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλικαρίσιος, -ια, -ιο — αυτός που ταιριάζει σε παλικάρι, αντρίκιος, λεβέντικος, ευθύς: Πήγε να τον ξευτελίσει, μα του έδωσε παλικαρίσια απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)